ξεσήκωμα

ξεσήκωμα
το [ξεσηκώνω]
1. ξεσηκωμός
2. (ιδίως για σχέδιο ή για εικόνα) πιστή αναπαράσταση, αντιγραφή, ξεπατήκωμα (α. «ξεσήκωμα τής ζωγραφιάς» β. «ξεσήκωμα τού λογαριασμού»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεσήκωμα — το, ατος 1. αναστάτωση, εξέγερση, επανάσταση, ανταρσία: Το ξεσήκωμα των σκλάβων. 2. αντιγραφή εικόνας, σχεδίου, κειμένου: Ξεσήκωμα του σχεδίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • αναστήλωση — η (ΜΑ ἀναστήλωσις) [ἀναστηλῶ, όω] νεοελλ. (σχετικά με αρχιτ. ή άλλο μνημείο) αποκατάσταση, επαναφορά στην αρχική μορφή 2. μτφ. α) σωματική και ψυχική τόνωση, ενδυνάμωση, εμψύχωση β) έγερση, ξεσήκωμα νεοελλ. μσν. φρ. «αναστήλωση ( ις) τών ιερών… …   Dictionary of Greek

  • εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ηράκλειο — I Πόλη (υψόμ. 33 μ., 133.012 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα παράλια του Κρητικού πελάγους. Είναι πρωτεύουσα του νομού και έδρα του ομώνυμου δήμου (137.711 κάτ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Αγία Ειρήνη (υψόμ. 150 μ., 659 κάτ.),… …   Dictionary of Greek

  • ανταρσία — η ξεσήκωμα με τα όπλα εναντίον της εξουσίας, των νόμιμων αρχών: Σε ορισμένη στρατιωτική μονάδα εκδηλώθηκε ανταρσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναγερμός — ο 1. συνάθροιση κόσμου: Πάνδημος συναγερμός. 2. ξαφνική συγκέντρωση μιας στρατιωτικής μονάδας για την αντιμετώπιση κάποιου κινδύνου: Σήμανε συναγερμός. 3. ξεσήκωμα πολλών και επαγρύπνηση για την αντιμετώπιση κάποιου κινδύνου: Βρίσκονται συνεχώς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”